βακχεῖε

βακχεῖε
Βάκχειος
of
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κισσοφόρος — κισσοφόρος, αττ. τ. κιττοφόρος, ον (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) στεφανωμένος με κισσό (α. «σὺ κισσοφόρε Βάκχειε δέσποτα», Αριστοφ. β. «κισσοφόροι διθύραμβοι», Σιμων.) 2. αυτός στον οποίο φύονται άφθονοι κισσοί («κισσοφόρα νάπη», Ευρ.) 3. το αρσ. ως… …   Dictionary of Greek

  • οιοπολώ — οἰοπολῶ, έω (Α) [οιοπόλος (Ι)] (ποιητ. τ.) 1. (για ποιμένα) περιπλανώμαι στα βουνά, ζω μόνος μου («ὦ φίλε Βάκχεῑε, ποῑ οἰοπολῶν ξανθὰν χαίταν σείεις», Ευρ.) 2. περπατώ …   Dictionary of Greek

  • βακχεῖ' — βακχεῖα , Βάκχειος of neut nom/voc/acc pl βακχεῖε , Βάκχειος of masc voc sg βακχεῖαι , Βάκχειος of fem nom/voc pl βακχεῖο , Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres opt mp 2nd sg (epic ionic) βακχεῖαι , Βακχάω to be in Bacchic frenzy pres ind mp 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”